ζυμωτικός

ζυμωτικός
-ή, -ό (Α ζυμωτικός, -ή, -όν) [ζυμώ]
αυτός που προκαλεί ζύμωση, ο ζυμωσιογόνος
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στο ζύμωμα ή ο κατάλληλος για ζύμωμα («ζυμωτική μηχανή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτικό
το ένζυμο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζυμωτικά
η αμοιβή που καταβάλλεται στον ζυμωτή για το ζύμωμα
4. ιατρ. χαρακτηρισμός καταστάσεων που οφείλονται σε αύξηση τών ζυμώσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζυμωτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ζύμωση: Ζυμωτική ουσία. 2. αυτός που αναφέρεται στο ζύμωμα: Ζυμωτική μηχανή. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ζυμωτικά αμοιβή για το ζύμωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζυμωτικοί — ζυμωτικός causing to ferment masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυμωτικῆς — ζυμωτικός causing to ferment fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”